- ἀπολύματα
- ἀπόλυμαfilthneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόλυμα — το (Α ἀπόλυμα) 1. το να απολύσεις, να αφήσεις ελεύθερο (απόλυμα των μαθητών, των ζωντανών, του νερού κ.λπ.) 2. το τέλος της θείας λειτουργίας 3. η έξοδος του σμήνους των μελισσών από την κυψέλη και το ίδιο το θυγατρικό, το νέο σμήνος 4. ιατρ.… … Dictionary of Greek